Μέχρι και σήμερα, 7 χρόνια μετά την θεσμοθέτηση της απογραφής του προσωπικού του Δημοσίου και την ίδρυση της Ενιαίας Αρχής Πληρωμών, οι φορείς ταλαιπωρούνται, για το, αν επιμέρους περιπτώσεις, υπάγονται τελικά σε αυτό το ενιαίο σύστημα ή όχι. Χαρακτηριστικό τέτοιο παράδειγμα, αποτελεί η καταβολή των αποδοχών, που αφορούν παροχή ανεξάρτητων υπηρεσιών, προς φορείς του Δημοσίου.
Με το ν. 3845/2010, ψηφίστηκαν τα μέτρα για την εφαρμογή του μηχανισμού στήριξης της ελληνικής οικονομίας από τα κράτη – μέλη της Ζώνης του Ευρώ και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Με το δεύτερο άρθρο αυτού, θεσμοθετήθηκε η απογραφή του πάσης φύσεως προσωπικού, στο Δημόσιο και τα ΝΠΔΔ και η καταβολή των αποδοχών αυτού, μέσω Ενιαίας Αρχής Πληρωμών (ΕΑΠ).
Ειδικότερα, ορίστηκε, ότι με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, θα διενεργηθεί απογραφή του πάσης φύσεως προσωπικού στο Δημόσιο και τα Ν.Π.Δ.Δ..
Το προσωπικό, που θα απογραφεί θα λαμβάνει τις πάσης φύσεως τακτικές ή έκτακτες αποδοχές, αποζημιώσεις και με οποιαδήποτε άλλη ονομασία αμοιβές, υποχρεωτικά μέσω τραπεζικού λογαριασμού, από Ενιαία Αρχή Πληρωμών, που θα συσταθεί με την ίδια απόφαση, η οποία θα ρυθμίζει και τα επιμέρους θέματα της διαδικασίας. Επίσης, δόθηκε η δυνατότητα ένταξης στο σύστημα της Ενιαίας Αρχής Πληρωμών και το πάσης φύσεως προσωπικό των Ο.Τ.Α.
Προς συμμόρφωση με τα παραπάνω και άμεσα, εκδόθηκε η με αριθμ. 2/37435/004/2010 απόφαση του Υπουργείου Εσωτερικών Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και Οικονομικών, με την οποία καθορίστηκαν οι όροι, οι προϋποθέσεις και η διαδικασία απογραφής του πάσης φύσεως προσωπικού του δημοσίου, των ΝΠΔΔ και των ΟΤΑ, α’ και β’ βαθμού και συστήθηκε η Ενιαία Αρχή Πληρωμών.
Στο πεδίο εφαρμογής της απόφασης προβλέφθηκε, ρητά, ότι υπάγεται το πάσης φύσεως προσωπικό του δημοσίου, των ΝΠΔΔ και των ΟΤΑ α’ και β’ βαθμού, ως ακολούθως:
1.1. το μόνιμο προσωπικό,
1.2. το προσωπικό με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου,
1.3. το προσωπικό με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου,
1.4. οι μετακλητοί, ειδικοί σύμβουλοι, ειδικοί συνεργάτες των γραφείων των μελών της Κυβέρνησης και των Υφυπουργών, των γραφείων των Γενικών και Ειδικών Γραμματέων, των γραφείων Προέδρων και Αντιπροέδρων των Ν.Π.Δ.Δ.,
1.5.οι επί θητεία υπάλληλοι,
1.6. οι υπάλληλοι κατηγορίας ειδικών θέσεων,
1.7. οι δικηγόροι με έμμισθη εντολή,
1.8. το μόνιμο εκπαιδευτικό προσωπικό πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, καθώς και οι αναπληρωτές και οι ωρομίσθιοι εκπαιδευτικοί. Το πάσης φύσεως διδακτικό και βοηθητικό διδακτικό προσωπικό των Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων και των Τεχνολογικών Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων, καθώς και το πάσης φύσεως διδακτικό προσωπικό των Σχολών του δημοσίου και των Ν.Π.Δ.Δ.,
1.9. οι δικαστικοί λειτουργοί και το κύριο προσωπικό του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους και του Ελεγκτικού Συνεδρίου,
1.10. τα μόνιμα στελέχη των ενόπλων δυνάμεων, της Ελληνικής Αστυνομίας, του Πυροσβεστικού και Λιμενικού Σώματος,
1.11. το επί θητεία και με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου στρατιωτικό και ένστολο προσωπικό των Υπουργείων Εθνικής Άμυνας και Προστασίας του Πολίτη,
1.12. οι ιατροί του Εθνικού Συστήματος Υγείας, οι μόνιμοι ιατροί, οι ιατροί υπηρεσίας υπαίθρου, καθώς και οι επικουρικοί ιατροί.
1.13. οι κληρικοί όλων των βαθμίδων και το προσωπικό της Εκκλησίας της Ελλάδος και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου που υπάγονται στην εποπτεία Αυτής,
1.14. οι διπλωματικοί υπάλληλοι του Υπουργείου Εξωτερικών,
1.15. οι απασχολούμενοι με σύμβαση μίσθωσης έργου,
1.16. οι διοικητές, υποδιοικητές, πρόεδροι και αντιπρόεδροι των Ν.Π.Δ.Δ,
1.17. οι πρόεδροι, αντιπρόεδροι και τα μέλη των ανεξάρτητων διοικητικών αρχών,
1.18. τα αιρετά όργανα των Ο.Τ.Α. Α’ και β’ βαθμού,
1.19. το λοιπό πάσης φύσεως προσωπικό των φορέων της παρ. 1 του άρθρου αυτού, το οποίο δεν περιλαμβάνεται στην ως άνω ενδεικτική απαρίθμηση.
Επίσης στο άρθρο 4 της ίδιας απόφασης προβλέφθηκε, ότι οι Διευθύνσεις Διοικητικού Προσωπικού, υποχρεούνται να εισάγουν τα στοιχεία των νεοδιοριζόμενων και των με οποιαδήποτε μορφή νέων απασχολούενων στην οικεία υπηρεσία.
Από τη διατύπωση του νόμου («με οποιαδήποτε άλλη ονομασία»), αλλά και την περίπτωση 1.19 του άρθρου 1 της παραπάνω ΚΥΑ και του άρθρου 4 αυτής, κατέστη σαφές, ότι η απαρίθμηση των περιπτώσεων είναι μόνο ενδεικτική, δημιουργώντας ένα άτυπο τεκμήριο, υπέρ της υπαγωγής του συνόλου ή του μεγαλύτερου μέρους των πληρωμών σε αυτή την ενιαία διαδικασία, εφόσον αφορούν προσωπικό του ευρύτερου δημοσίου τομέα.
Η όποια αμφιβολία δε, απομακρύνθηκε άμεσα, με το ν. 3870/2010, ο οποίος τροποποίησε το δεύτερο άθρο του ν. 3845/2010 ως εξής:
«Διενεργείται απογραφή του πάσης φύσεως προσωπικού του Δημοσίου, των Ο.Τ.Α. α` και β` βαθμού και των Ν.Π.Δ.Δ., συμπεριλαμβανομένων των δικαστικών και δημόσιων λειτουργών, των αιρετών οργάνων της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, των κληρικών, των στρατιωτικών και του πάσης φύσεως ένστολου προσωπικού. Απογράφονται επίσης τα φυσικά πρόσωπα που απασχολούνται στο Δημόσιο, στα Ν.Π.Δ.Δ. και στην Τοπική Αυτοδιοίκηση, με οποιουδήποτε τύπου σύμβαση έμμισθης εντολής, μίσθωσης έργου ή παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών.»
Ξεκαθάρισε λοιπόν το τοπίο, σε σχέση με το συγκεκριμένο ζήτημα, ενώ στα πλαίσια εκτέλεσης και κατ’ εξουσιοδότηση του Νόμου, εκδόθηκαν και νέες υπουργικές αποφάσεις, οι οποίες τροποποίησαν την αρχικά εκδοθείσα ΚΥΑ (Αριθμ. ΔΙΔΑΔ/Φ.81/28/οικ. 22624 και ΥΑ ΕΑΠ2003486 ΕΞ 2013/5.12.2013), για να λάβει την τελική μορφή, που έχει μέχρι και σήμερα στην περίπτωση 1.20 του άρθρου 1 αυτής: «Τα φυσικά πρόσωπα που απασχολούνται στο δημόσιο, τα Ν.Π.Δ.Δ. και την Τοπική Αυτοδιοίκηση, με οποιουδήποτε τύπου σύμβαση μίσθωσης έργου ή παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών ή έμμισθης εντολής.»
Παρά το γεγονός λοιπόν, ότι έχουμε πλέον ρητή πρόβλεψη του νομοθέτη, μέχρι και σήμερα, συχνά δημιουργείται σύγχυση στους χρήστες και τους φορείς, για το εάν μια σύμβαση παροχής υπηρεσιών, υπάγεται στις σχετικές διατάξεις.
Αυτό, προφανώς, οφείλεται στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, που μπορεί να προσλάβει μια σύμβαση παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών και στην ελευθερία που υπάρχει για τη διαμόρφωση αυτής (χρόνος, περιεχόμενο κλπ).
Χαρακτηριστικό είναι, ότι τέθηκε σχετικό ερώτημα στο Νομικό Συμβούλιο του Κράτους, για την ακόμη ειδικότερη περίπτωση, του αν υπάγονται στις διατάξεις περί απογραφής και πληρωμής μέσω ΕΑΠ, οι απασχολούμενοι σε νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου του δημοσίου τομέα, όπως απασχολούμενοι με απόδειξη επαγγελματικών δαπανών, με τις σχετικές κρατήσεις, φόρους κλπ, απασχολούμενοι με σύμβαση παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών, απασχολούμενοι με σύμβαση έμμισθης εντολής, χωρίς να αποκτούν υπαλληλική ιδιότητα, δικηγόροι με έμμισθη εντολή, ανάδοχοι κλπ.
Ορθά, κατά τη γνώμη μου, και σύμφωνα με τα παραπάνω, το ΝΣΚ με την με αριθμ. 78/2016 Γνωμοδότηση, απεφάνθη, ότι η διεύρυνση των υπόχρεων απογραφής, σύμφωνα με τα παραπάνω, υποδηλώνει την βούληση του κανονιστικού νομοθέτη, να υπαγάγει σε αυτό το καθεστώς, όχι μόνο τα πρόσωπα, που συνδέονται στενά και κατά τέτοιο τρόπο με τον φορέα, ώστε να είναι δεδομένο, ότι αποτελούν προσωπικό αυτού, αλλά και στα φυσικά πρόσωπα, που ακόμη και αν δεν μπορούν να ενταχθούν στην έννοια του προσωπικού του φορέα, λαμβάνουν μισθό, ή οποιασδήποτε φύσης αποδοχές και συνδέονται με οποιαδήποτε σχέση με το φορέα ή με σύμβαση εργασίας ή έργου.
Κατά τα παραπάνω, κατέληξε το ΝΣΚ, ότι η σύνδεση του φυσικού προσώπου με τον φορέα απασχόλησής του, περιλαμβάνει όχι μόνο τις αυστηρές μορφές εξαρτημένης εργασίας, αλλά και ευρύτερες μορφές, όπως η παροχή ανεξάρτητων υπηρεσιών.
Μέχρι και σήμερα, η σχετική Γνωμοδότηση δεν έχει γίνει αποδεκτή από το Υπουργείο, σε ότι αφορά τα ΝΠΙΔ του δημοσίου τομέα, παρόλο, που ποτέ δεν τέθηκε ζήτημα αμφισβήτησης, από τους ερωτώντες, για το αν αυτά υπάγονται στο δημόσιο τομέα. Αυτό προφανώς επιτείνει την σύγχυση, για το τι θα ισχύσει με την παροχή ανεξάρτητων υπηρεσιών.
Κατά τη γνώμη μου, το γράμμα του νόμου είναι σαφές, όπως και η πρόθεση του νομοθέτη.
Ωστόσο, σε κάθε περίπτωση, που μπορεί να δημιουργηθεί αμφιβολία, για περιπτώσεις παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών, η ΕΑΠ δίνει τη δυνατότητα, να απευθυνθεί ο κάθε ενδιαφερόμενος, με ένα έντυπο ερώτημα, προς αυτήν, με τα στοιχεία της παροχής υπηρεσιών, το είδος του φορέα και την διάρκεια παροχής της υπηρεσίας.
Η μέχρι σήμερα πρακτική, επιτάσσει την υπαγωγή όλων των συμβάσεων παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών του δημοσίου τομέα και των ΝΠΔΔ και ΟΤΑ, πλην αυτών, που διαρκούν για διάστημα μικρότερο των 2 μηνών, όπου η ΕΑΠ συνιστά την υποβολή ερωτήματος. Το ίδιο ισχύει και για τις περιπτώσεις των ΝΠΙΔ του δημοσίου, όπου και πάλι συνιστάται από την αρχή, η κρίση κατά περίπτωση, κατόπιν υποβολής ερωτήματος.
Πρόκειται για μια διαδικασία, που δεν παίρνει ιδιαίτερο χρόνο, οπότε, προκειμένου να αίρεται κάθε αμφιβολία, παρά τη σαφήνεια του νομοθέτη και την ύπαρξη σχετικής Γνωμοδότησης του ΝΣΚ, μπορεί ο καθένας να την ακολουθήσει, τουλάχιστον για τις ιδιαίτερες περιπτώσεις, που αναφέραμε παραπάνω, μέχρι να οριστικοποιηθούν οι σχετικές διαδικασίες.